Lookup cumulative lexical entry: تشكّك
- ἀμφισβητέω
- ἀμφισβητέω (act. part.) Arist. An. post. καὶ πρὸς τὸν ἀμφισβιτοῦντα = bi-hāḏā man tašakkaka
- ἀπορέω
- ἀπορέω (verb) Arist. An. post. ἀπορήσειεν
- ἀπορέω (verb) Arist. Phys. ἀπορήσειε δ’ ἄν τις = wa-qad yatašakkaku l-insānu fa-yasʾalu
- ἀπορέω (verb) Galen In De off. med.
- διαπορέω
- διαπορέω (gerund) Arist. Cat. διηπορηκέναι
- διαπορεω Them. In De an.
- διαπορεω Them. In De an.