Lookup cumulative lexical entry: تصغير
- μειόω
- μειόω (verb) Arist. Rhet. τὸ μειοῦν
- μειόω (verb) Arist. Rhet.
- μειόω (verb) Arist. Rhet. τὸ μειοῦν
- ταπεινόω
- ταπεινόω (verb) Arist. Rhet. τὸ ταπεινῶσαι
- ὑποκορίζομαι
- ὑποκορίζομαι (verb) Arist. Rhet. τὸ ὑποκορίζεσθαι
- ὑποκορισμός
- ὑποκορισμός (noun) Arist. Rhet.