Lookup cumulative lexical entry: تصويت
- ευφωνος
- μακροφωνος
- φθέγγομαι
- φθέγγομαι (gerundive) Arist. Gener. anim. φθέγξασθαι
- φωνή
- φωνή (noun) Artem. Onirocr.
- φωνητικός
- φωνητικός (adj.) Ps.-Plut. Placita τὸ φωνητικόν (sc. μέρος)
- ψοφησις
- ψόφος
- ψόφος (noun) Ps.-Plut. Placita ψόφῳ = bi-l-taṣādumi wa-l-taṣwīti