Lookup cumulative lexical entry: تعقّد
- ἐμπόδιος
- ἐμπόδιος (adj.) Artem. Onirocr.
- ἐμποδισμός
- ἐμποδισμός (noun) Artem. Onirocr. taʿaqqudu l-ašyāʾi
- ἐμποδών
- ἐμποδών (adv.) Artem. Onirocr. yadullūna ʿalā imtināʿin...wa-taʿaqqudihā
- κατάδεσμος
- κατάδεσμος (noun) Artem. Onirocr. ribāṭun wa-taʿaqqudun
- καταπλοκή
- καταπλοκή (noun) Artem. Onirocr.
- καταπλοκή (noun) Artem. Onirocr.
- καταπλοκή (noun) Artem. Onirocr.
- κατοχή
- κατοχή (noun) Artem. Onirocr. taʿaqqudu l-ašyāʾi
- κατοχή (noun) Artem. Onirocr. taʿaqqudu l-ašyāʾi
- παραποδισμός
- παραποδισμός (noun) Artem. Onirocr. wa-taʿaddudun
- πλοκή
- πλοκή (noun) Artem. Onirocr.
- συντρέφω
- συντρέφω (verb) Hippocr. Nat. hom.