Lookup cumulative lexical entry: تغذية
- ἀνάθρεψις
- ἀνάθρεψις (noun) Hippocr. Aphor. ἀνάθρεψις M : ἀνάληψις C' ed. Jones
- ἐπανατρέφω
- ἐπανατρέφω (verb) Hippocr. Aphor. ἐπανατρέφειν = yakūnu iʿādatuhā (sc. al-abdānu) bi-l-taġḏiyati ilā l-ḫiṣbi
τὰ ἐν πολλῷ χρόνῳ λεπτυνόμενα σώματα νωθρῶς ἐπανατρέφειν, τὰ δὲ ἐν ὀλίγῳ, ὀλίγως Hippocr. Aphor. II 7 11.1