Lookup cumulative lexical entry: تقسيم
- διαίρεσις
- διαίρεσις (noun) Arist. Cat. κατὰ διαίρεσιν = bi-taqsīmin
- διαίρεσις (noun) Artem. Onirocr.
- διαιρέω
- διαιρέω (verb) Galen Med. phil.
- ευδιαιρετος
- πολυσχιδία
- πολυσχιδία (noun) Hippocr. Diaet. acut. πολυσχιδίη = kaṯratu taqāsīma