Lookup cumulative lexical entry: تقطيع
- ἀποτομή
- ἀποτομή (noun) Arist. Cael.
- διαιρέω
- διαιρέω (gerund) Arist. Phys.
οἷον τοὺς ὀδόντας ἐξ ἀνάγκης ἀνατεῖλαι τοὺς μὲν ἐμπροσθίους ὀξεῖς, ἐπιτηδείους πρὸς τὸ διαιρεῖν ... τὴν τροφήν Arist. Phys. II 8, 198b25 = miṯālu ḏālika al-asnānu an takūna tanbutu ḍarūratan al-muqaddamatu minhā ḥāddatan taṣluḥu li-taqṭīʿi l-ġiḏāʾi