Lookup cumulative lexical entry: تكثّر
- ἀπλήθυντος
- ἀπλήθυντος (adj.) Proclus El. theol. ἀπληθύντως = bi-ġayri takaṯṯurin
τὸ δὲ ἓν πάντων ἦν ὑποστατικὸν ἀπληθύντως Proclus El. theol. 62: 58.25 = in kāna l-wāḥidu ʿillata l-ašyāʾi wa-takṯīruhā bi-ġayri takaṯṯurin minhū 62.4 - πληθύνω
- πληθύνω (pass. part.) Proclus El. theol. πεπληθυσμένον ἔσται τὸ ἕν = yatakaṯṯaru l-wāḥidu