Lookup cumulative lexical entry: تواطؤ
- συγκατάθεσις
- συγκατάθεσις (noun) Ps.-Plut. Placita
- συνθήκη
- συνθήκη (noun) Arist. Int. κατὰ συνθήκην = bi-tawāṭuʾin
- συνθήκη (noun) Arist. Int. κατὰ συνθήκην = bi-tawāṭuʾin
- συνθήκη (noun) Arist. Int. κατά συνθήκην = bi-tawāṭuʾin
- συνθήκη (noun) Arist. Int. κατά συνθήκην = bi-tawāṭuʾin
- συνώνυμος
- συνώνυμος (adj.) Alex. qu. I 11a [Univ.] bi-tawāṭuʾin
- συνωνύμως
- συνωνύμως (adv.) Porph. Isag. ʿalā ṭarīqi l-tawāṭuʾi
- συνωνύμως (adv.) Porph. Isag. ʿalā ṭarīqi l-tawāṭuʾi
- συνωνύμως (adv.) Porph. Isag. οὐ συνωνύμως = lā bi-l-tawāṭuʾi
- συνωνύμως (adv.) Porph. Isag. ʿalā ṭarīqi l-tawāṭuʾi