Lookup cumulative lexical entry: جاهد
- ἀγών
- ἀγών (noun) Aelian. Tact. τὸν ἀγῶνα ποιουμένη
- ἀγωνιάω
- ἀγωνιάω (act. part.) Arist. Rhet. οἱ ἀγωνιῶντες = kānat tuǧāhidu
- ἀγωνιάω (verb) Arist. Rhet.
- ἀνταγωνιστέω
- ἀνταγωνιστέω (verb) Arist. Rhet. τὸ ἀνταγωνιστεῖν
- ποιέω
- ποιέω (pass. part.) Aelian. Tact. τὸν ἀγῶνα ποιουμένη
- πυκτικός
- πυκτικός (adj.) Arist. Rhet.