Lookup cumulative lexical entry: جزالة
- μέγεθος
- μέγεθος (noun) Arist. Rhet.
- μέγεθος (noun) Arist. Rhet.
- μέγεθος (noun) Arist. Rhet.
ἀγαθὴ δὲ κατ' ἀρετὴν σώματος, οἷον μέγεθος κάλλος ἰσχὺν δύναμιν ἀγωνιστικήν I 5, 1361a3 = wa-ṣalāḥuhum fī faḍāʾili l-ǧasadi ka-l-ǧazālati wa-l-ǧamāli wa-l-šiddati wa-l-baṭši 24.6