Lookup cumulative lexical entry: جعد

  1. κάμπτω
  2. οὐλόθριξ
  3. οὖλος
  4. οὐλότης
    • οὐλότης (noun) Arist. Gener. anim. (εὐκάμπτου οὔσης δι᾿ ἀσθένειαν στρέφεται) τοῦτο ἐστὶν οὐλότης τριχός = fa-l-šaʿru yaltawī wa yakūnu ǧaʿdan li-ḍuʿfihi
The database query could not be executed.