Lookup cumulative lexical entry: جمل
- ἀνακεφαλαιόω
- ἀνακεφαλαιόω (pass. part.) Nicom. Arithm. ἀνακεφαλαιούμενος ἐπιφέρει = ḏakara ǧaml
- ἀπρέπεια
- ἀπρέπεια (noun) Arist. Rhet. λέγοντες τῇ ἀπρεπείᾳ = hum naṭaqū... ʿalā ġayri mā yaǧmulu
- κάμηλος
- κάμηλος (noun) Arist. Gener. anim.
- κάμηλος (noun) Arist. Gener. anim.
- κάμηλος (noun) Arist. Hist. anim.
- κάμηλος (noun) Artem. Onirocr.
- κάμηλος (noun) Artem. Onirocr.
- πρέπω
- πρέπω (verb) Arist. Rhet.
- πρέπω (verb) Arist. Rhet. πρέπει ἐιπεῖν = yaǧmulu an yuqāla
- συγκεφαλαιοω
- συλλαμβάνω
- συλλαμβάνω (act. part.) Arist. Rhet. ὥστε συλλαβόντι εἰπεῖν = innī hīna aǧmulu l-qawla