Lookup cumulative lexical entry: حذق
- ἄπειρος
- ἄπειρος (adj.) Hippocr. Genit.; Nat. puer. laysa lahu ḥiḏqan
- δεινότης
- δεινότης (noun) Galen Med. phil. τῆς ἑρμηνείας δεινότητα = fī ḥiḏqihi bi-l-ʿibārati
- τεχνικός
- τεχνικός (adj.) Arist. Rhet. τεχνικώτατος