Lookup cumulative lexical entry: حسّاس
- αισθητικην
- αἰσθητικός
- αἰσθητικός (adj.) Alex. An. mant. [Vis.]
- αἰσθητικός (adj.) Alex. qu. I 11a [Univ.]
- αἰσθητικός (adj.) Porph. Isag.
- αἰσθητικός (adj.) Porph. Isag.
- αἰσθητικός (adj.) Porph. Isag.
- αἰσθητικός (adj.) Ps.-Plut. Placita
- αἰσθητικός (adj.) Ps.-Plut. Placita
- αἰσθητός
- αἰσθητός (gerundive) Ps.-Plut. Placita