Lookup cumulative lexical entry: حصل
- ἀναγράφω
- ἀναγράφω (verb) Arist. Eth. Nic.
δεῖ γὰρ ἴσως ὑποτυπῶσαι πρῶτον, εἶθ’ ὕστερον ἀναγράψαι Arist. Eth. Nic. I 7, 1098a22 = wa-ḫalīqun an yakūna yanbaġī an narsumahū (sc. al-ḫayra) awwalan ṯumma nuḥaṣṣilahā baʿda ḏālika 135.17 - ἀνακόπτω
- ἀνακόπτω (verb) Nicom. Arithm. ḥaṣala ʿalā an yanqaṭiʿa
- ἀποφαίνω
- ἀποφαίνω (gerund) Arist. Int. ἀποφαίνεσθαι = fa-yaḥṣulu
- διορίζω
- διορίζω (verb) Arist. Phys. yumayyizu fa-yuḥaṣṣilu
ὕστερον δὲ διορίζει τούτων ἑκάτερον Arist. Phys. I 1, 184b14 = ṯumma bi-aḫaratin yumayyizu fa-yuḥaṣṣilu kulla wāḥidin min hāḏayni 4.4 - εγκαταλειμμα
- εἰμί
- εἰμί (verb) Arist. Phys. συμπεπλεγμένα ἐστίν = qad ḥaṣalat muḫtaliṭatun
- εἰμί (verb) Arist. Phys. bi-stikmālihī
ὅταν ἐντελεχείᾳ ᾖ Arist. Phys. II 1, 193b7 = iḏā ḥaṣala bi-stikmālihī - ἐμποιέω
- ἐμποιέω (verb) Arist. An. post.
- ἔχω
- ἔχω (verb) Arist. An. post. ἅμα γὰρ ἂν ἔχοι ὑπόληψιν = qad kāna yuḥaṣṣilu bi-šayʾin wāḥidin bi-ʿaynihi l-iʿtiqāda annahu qad yumkinu
- ἔχω (pronoun) Arist. An. post. ὁτε μὲν...ἔχομεν, ὁτε δ' ἔχοντες = qad yaḥsulu lanā aḥyānan...wa-aḥyānan
- ἔχω (verb) Arist. An. post. ἣν ἔχομεν τῷ ἔχειν = annahu yaḥṣulu lanā burhānahu
- ἔχω (verb) Galen Med. phil. ἂν ... ἔχοι
- καταμανθανω
- κρίνω
- κρίνω (verb) Arist. Phys.
- λαμβάνω
- λαμβάνω (verb) Arist. Eth. Nic.
- λαμβάνω (gerund) Arist. Phys. τὸ λαβεῖν = an nuḥaṣṣila
- λαμβάνω (gerund) Porph. Isag. εἰλῆφθαι = qad ḥaṣala
- λείπω
- λείπω (verb) Arist. Phys. λείπεται οὖν ... = fa-qad ḥaṣala l-amru ʿalā anna ...
λείπεται οὖν δυνάμει εἶναι τὸ ἄπειρον Arist. Phys. III 6, 206a18 = fa-qad ḥaṣala l-amru ʿalā anna lā-nihāyata innamā huwa bi-l-quwwati 251.1 - λοιπόν
- λοιπόν (noun) Arist. Rhet. λοιπὸν εἰπεῖν = qad yaḥsulu l-qawlu
- λοιπόν (noun) Arist. Rhet.
- παραγίγνομαι
- παραγίγνομαι (verb) Arist. An. post.
- παραγίγνομαι (pass. part.) Arist. Mag. mor. παραγενόμενου
- περιέχω
- περιέχω (pass. part.) Galen In De off. med. περιεχόμενον = ḥaṣala wa-iḥtaqana fī
- συλλαμβάνω
- συλλαμβάνω (pass. part.) Porph. Isag. ḥaṣala maʿa
- συνάγω
- συνάγω (verb) Arist. Rhet.
- συνίστημι
- συνίστημι (verb) Arist. Phys. ἐξ ἐκείνων γὰρ συνέστηκεν = wa-ḏālika annahā ʿanhumā ḥaṣalat
- τυγχάνω
- τυγχάνω (verb) Arist. Phys. τετύχηκε = qad ḥaṣala lahū