Lookup cumulative lexical entry: خدم
- ἀποφορά
- ἀποφορά (noun) Artem. Onirocr.
- διακονέω
- θεράπαινα
- θεράπαινα (noun) Artem. Onirocr. wa-li-man yaḫdimu
- θεραπεία
- θεραπεία (noun) Artem. Onirocr.
- θεραπεύω
- θεραπεύω Arist. Testamentum τῶν παίδων τῶν ἐμὲ θεραπευόντων = man ḫadamanī min ġilmānī
- θεραπεύω (act. part.) Hippocr. Diaet. acut. θεραπεύων
- θεράπων
- θεράπων (noun) Artem. Onirocr.
- θεράπων (noun) Artem. Onirocr.
- θεράπων (noun) Artem. Onirocr. wa-l-ḫadamu
- θεράπων (noun) Artem. Onirocr.
- περιέπω
- περιέπω (verb) Artem. Onirocr.
- στρατιώτης
- στρατιώτης (noun) Ps.-Arist. Virt. πλῆθει στρατιωτῶν = bi-quwwati ... l-ḫadami
- ὑπηρετέω
- ὑπηρετέω (verb) Artem. Onirocr. wa-yaḫdimūnahu
- ὑπηρετέω (verb) Artem. Onirocr. yuḫalliṣuhu wa-yaḫdimuhu
- ὑπηρετέω (verb) Artem. Onirocr.
- ὑπηρέτης
- ὑπηρέτης (noun) Arist. Rhet.
- ὑπηρέτης (noun) Artem. Onirocr. man yaḫdimuhu