Lookup cumulative lexical entry: خصوميّ
- δικανικός
- δικανικός (adj.) Arist. Eth. Nic. λόγοι δικανικοί = aqāwīlu ḫuṣūmiyyatun
καίτοι κάλλιον ἦν ἴσως ἢ λόγους δικανικούς τε καὶ δημηγορικούς Arist. Eth. Nic. X 9, 1181a4 = ʿasā an yakūna ḏālika aǧwadu min waḍʿi aqāwīli ḫuṣūmiyyatin wa-awīṣatin 579.5 - δικανικός (adj.) Arist. Rhet.
- δικανικός (adj.) Arist. Rhet.