Lookup cumulative lexical entry: خطيئة
- ἁμαρτάνω
- ἁμαρτάνω (verb) Artem. Onirocr. al-ḫaṭīʾatu wa-l-isāʾatu
- ἁμαρτάνω (verb) Artem. Onirocr.
- ἁμάρτημα
- ἁμάρτημα (noun) Artem. Onirocr. ḫaṭāyāhu
- συνεξαμαρτάνω
- συνεξαμαρτάνω (verb) Artem. Onirocr. yušārikuhu fī ḫaṭāyāhu