Lookup cumulative lexical entry: خفض
- ἀταλαίπωρος
- ἀταλαίπωρος (adj.) Hippocr. Aer. ḏawātu ḫafaḍi wa-daʿati wa-rāḥati
- καταβοάω
- καταβοάω (verb) Artem. Onirocr. ḫafḍu l-ṣawti wa-ḏāllihi
- καταπραΰνω
- καταπραΰνω (verb) Arist. Rhet. hend.; sakkana aw ḫaffaḍa
- σχολή
- σχολή (noun) Hippocr. Diaet. acut.
- φιλόπονος
- φιλόπονος (adj.) Galen Med. phil. φιλοπόνως τῇ τούτων ἀσκήσει παραμένῃ = yuʾṯira l-naṣaba ʿalā l-ḫafḍi
- φιλόπονος (adj.) Galen Med. phil. φιλόπονον εἶναί = muʾṯirun li-l-naṣabi ʿalā l-ḫafḍi