Lookup cumulative lexical entry: خمسون
- ν'
- πεντήκοντα
- πεντήκοντα (noun) Aelian. Tact.
- πεντήκοντα (noun) Arist. Meteor.
- πεντηκονταδράχμος
- πεντηκονταδράχμος (adj.) Arist. Rhet. sem. etym.; ḫamsūna dirhaman
- πεντηκοστός
- πεντηκοστός (adj.) Ps.-Plut. Placita ḫamsūna yawman
- πεντηκοστός (adj.) Ps.-Plut. Placita