Lookup cumulative lexical entry: دالّ
- δηλωτικός
- δηλωτικός (adj.) Hippocr. Diaet. acut.
- σημαίνω
- σημαίνω (verb) Arist. Int. dāllan ʿalā
- σημαίνω (verb) Artem. Onirocr. kāna dāllan
- σημαντικός
- σημεῖον
- σημεῖον (noun) Arist. Int. dāll ʿalā
- σύμβολον
- σύμβολον (noun) Arist. Int. dāll ʿalā