Lookup cumulative lexical entry: راحة

  1. ἀνάπαυσις
  2. ἄνεσις
  3. ἀργία
  4. ἀταλαίπωρος
  5. ἄτρυτος
    • ἄτρυτος (adj.) Arist. Eth. Nic. ἄτρυτον
      αὕτη δὲ (sc. ἡ ἡδονὴ) συναύξει τὴν ἐνέργειαν καὶ τὸ αὔταρκες δὴ καὶ σχολαστικὸν καὶ ἄτρυτον Arist. Eth. Nic. X 7, 1177b22 = wa-hāḏihi l-laḏḏatu bi-numūwihā yanmī l-fiʿlu wa-l-kifāyatu wa-l-biṭālatu wa-l-rāḥatu 561.6
  6. ἐλινύω
  7. ἡσυχία
  8. κουφίζω
  9. πλατεῖα
  10. ῥᾳστώνη
The database query could not be executed.