Lookup cumulative lexical entry: رجوع

  1. ἀνάκαμψις
  2. ἀνακομιδή
  3. ἀναποδισμός
  4. ἀντεπιστροφή
  5. ἀντιθέτως
  6. ἀντιπερίστασις
  7. ἀντιπεριστροφή
  8. ἀποκαθίστημι
  9. ἐπανάγω
  10. ἐπιστρέφω
    • ἐπιστρέφω (verb) Proclus El. theol. ἐπιστρέφω πρός c. acc. = ruǧūʿun ilā
      πρὸς ὃ δὲ ἐνεργεῖ, πρὸς τοῦτο ἐπέστραπται Proclus El. theol. 17: 20.1 = wa-ḥayṯu yakūnu fiʿluhū yakūnu ruǧūʿuhū ilā hunāka 17.12
    • ἐπιστρέφω (gerund) Proclus El. theol. τὸ πρὸς ἑαυτὸ ἐπιστρέψαι = al-ruǧūʿu ilā l-ḏāti
    • ἐπιστρέφω (gerund) Proclus El. theol. ἐπεστράφθαι πρὸς c. acc. = ruǧūʿun ilā
      οὐδὲν ἄρα σῶμα πρὸς ἑαυτὸ πέφυκεν ἐπιστρέφειν, ὡς ὅλον ἐπεστράφθαι πρὸς ὅλον Proclus El. theol. 15: 18.5 = lā yumkinu iḏan li-ǧirmi mina l-aǧrāmi an yarǧiʿa ilā ḏātihī ka-ruǧūʿi l-kulli ilā l-kulli 15.10
  11. ἐπιστροφή
  12. καταστρέφω
  13. κατέρχομαι
  14. μετανίστημι
  15. παλινδρομία
  16. προχώρησις
  17. στροφή
  18. σώζω
  19. τρεπτικός
The database query could not be executed.