Lookup cumulative lexical entry: رصد
- γίγνομαι
- γίγνομαι (pass. part.) Ptol. Hypoth. γεγενημένος
- ἐπιτηρέω
- ἐπιτηρέω (verb) Arist. Rhet.
- παρατηρέω
- παρατηρέω (verb) Arist. Rhet. taraqqaba aw raṣada
- παρατήρησις
- παρατήρησις (noun) Ptol. Hypoth.
- τηρέω
- τηρέω (verb) Arist. Rhet. hend.; raṣada aw taraqqaba
- τηρέω (verb) Artem. Onirocr. sa-tarṣuduhu