Lookup cumulative lexical entry: رعاف
- αἵμα
- αἵμα (noun) Hippocr. Diaet. acut. αἵματος ῥύσιος
- αἷμα (noun) Hippocr. Nat. hom. ἐκ τῶν ῥινῶν τὸ αἵμα ῥεῖ
- αἱμορραγέω
- αἱμορραγέω (act. part.) Hippocr. Diaet. acut.
- αἱμορραγία
- αἱμορραγία (noun) Galen Med. phil.
- αἱμόρροια
- αἱμόρροια (noun) Hippocr. Aer.
- ῥέω
- ῥέω (verb) Hippocr. Nat. hom. ἐκ τῶν ῥινῶν τὸ αἵμα ῥεῖ
- ῥίς
- ῥίς (noun) Hippocr. Nat. hom. ἐκ τῶν ῥινῶν τὸ αἵμα ῥεῖ
- ῥύσις
- ῥύσις (noun) Arist. Gener. anim.
- ῥύσις (noun) Hippocr. Diaet. acut. αἵματος ῥύσιος