Lookup cumulative lexical entry: رفع

  1. ἀείρω
  2. ἀνάγω
  3. ἀναιρέω
  4. ανασπαω
  5. ἀναφέρω
    • ἀναφέρω (verb) Arist. Meteor. ἀναφέρομαι
      ἀλλὰ τὸ μὲν ἀναφέρεται ταχὺ διὰ τὸν ἥλιον ἅπαν, τὸ δ’ ὑπολείπεται Arist. Meteor. II 2, 355b19 = mā kāna fīhā mina l-miyāhi ḫafīfan rafaʿathu l-šamsu wa-mā kāna ṯaqīlan baqiya fī l-arḍi 527
  6. ἁρπάζω
  7. ἀφαιρέω
  8. ἀφελέω
  9. γράφω
  10. εἰσάγω
  11. εἰσφέρω
  12. ἐξαιρέω
  13. ἐπαίρω
  14. μετεωρίζω
  15. παρέχω
  16. περιαιρέω
  17. περιβοησία
  18. περιβόησις
  19. σπάω
  20. συναναιρέω
The database query could not be executed.