Lookup cumulative lexical entry: ركّب
- ἀδικέω
- ἀδικέω (verb) Arist. Rhet. rakaba bi-maḍarratin
- ἀναβαίνω
- ἀναβαίνω (act. part.) Arist. Rhet.
- ἀπόθετος
- ἀπόθετος (adj.) Artem. Onirocr. mā yurakkabu
- διαρθρόω
- διαρθρόω (verb) Hippocr. Genit.; Nat. puer. yurakkibu bi-l-mafāṣili
- ἐν
- ἐν (prep.) Proclus El. theol. καθ' ἕκαστον τῶν ἐν αὐτῷ = fī l-aǧzāʾihī llatī rukkiba minhū
μήτε καθ' ὅλον ἑαυτὸ μήτε καθ' ἕκαστον τῶν ἐν αὐτῷ Proclus El. theol. 1: 2.6 = lā fī kulliyyatihī wa-lā fī aǧzāʾihī llatī rukkiba minhū 1.6 - ἐναλείφω
- ἐναλείφω (verb) Arist. Gener. anim. οὕτως ἐναλείφουσι τοῖς χρώμασι = yurakkibu l-alwāna ʿalā ḏālika
- ἐπιβαίνω
- ἐπιβαίνω (verb) Arist. Gener. anim.
- εὐσύνθετος
- εὐσύνθετος (adj.) Arist. Rhet. yurakkabu
- ἐφαρμόζω
- ἐφαρμόζω (act. part.) Eucl. El. ἐφαρμοσάσης
- ἐφαρμόζω (pass. part.) Eucl. El.
- ἐφαρμόζω (verb) Eucl. El.
- λαγών
- λαγών (noun) Galen In De off. med.
- ξύω
- ξύω (pass. part.) Arist. Gener. anim. τὰ ἀπὸ τῶν λίνων ξύομενα = li-mā yurakkabu min al-kattāni
- ποιέω
- ποιέω (act. part.) Arist. Rhet.
- προσσώρευσις
- προσσώρευσις (noun) Nicom. Arithm. καθ' ἑκάστην σύνθεσιν καὶ προσσώρευσιν = kullamā ǧamaʿnā wa-rakkabnā
- σύγκειμαι
- σύγκειμαι (pass. part.) Arist. Cael. συγκειμένον
- σύγκειμαι (verb) Arist. Rhet.
- συμπλέκω
- συμπλέκω (pass. part.) Arist. Phys. συμπλεκόμενα = bi-an turakkaba
- συμπλέκω (gerund) Ptol. Hypoth. συμπλέκειν = rakkaba tarkīban
- συμπλεκω Them. In De an.
- συνίστημι
- συνίστημι (verb) Arist. Cael.
- συνίστημι (verb) Arist. Cael.
- συνίστημι (verb) Arist. Cael.
- συνίστημι (verb) Arist. Cael.
- συνίστημι (verb) Arist. Rhet.
- συντίθημι
- συντίθημι (verb) Arist. Rhet.
- συντίθημι (pass. part.) Nicom. Arithm. τὸ οὐδὲν οὐδενὶ συντεθὲν = an yurakkiba maʿa lā šayʾa lā šayʾu
- συντίθημι (verb) Proclus El. theol.
οὔτε ἐκ τοῦ μηδενὸς συντίθεσθαί τι δυνατόν Proclus El. theol. 1: 2.13 = lā yumkinu … an yurakkiba šayʾan mina l-ašyāʾi man lā šayʾun al-battata 1.16 - τίθημι