Lookup cumulative lexical entry: زلزلة
- διαταράττω
- διαταράττω (verb) Ps.-Plut. Placita διαταράττομαι = taḥduṯu ʿanhu l-zalzalatu
- σεισμός
- σεισμός (noun) Arist. Meteor.
- σεισμός (noun) Arist. Meteor.
- σεισμός (noun) Ps.-Plut. Placita
- σεισμός (noun) Ps.-Plut. Placita
- σεισμός (noun) Ps.-Plut. Placita
- σεισμός (noun) Ps.-Plut. Placita
- σεισμος Them. In De an.