Lookup cumulative lexical entry: زنى
- μοιχεία
- μοιχεία (noun) Artem. Onirocr.
- μοιχεύω
- μοιχεύω (verb) Arist. Rhet.
- μοιχεύω (verb) Artem. Onirocr. μοιχεύομαι
- μοιχεύω (verb) Artem. Onirocr. μοιχεύομαι = sa-taznī
- μοιχός
- μοιχός (noun) Artem. Onirocr.
- πορνεύω
- πορνεύω (verb) Artem. Onirocr.