Lookup cumulative lexical entry: سَتَرَ
- ἀντιφράζω
- ἀντιφράζω (act. part.) Arist. An. post. ἀντιφράττουσαν τὴν γῆν = anna l-arḍa tastaruhu
- ἀντίφραξις
- ἀντίφραξις (noun) Arist. An. post. ἀντίφραξις γῆς ἐφ' οὗ Β = wa-l-yakun satruhu l-arḍa mā ʿalayhu b'
- ἀντιφράττω
- ἀντιφράττω (verb) Arist. An. post.
- ἀντιφράττω (verb) Arist. Cael.
- ἐγκαλύπτομαι
- ἐγκαλύπτομαι (pass. part.) Arist. Rhet.
- ἐγκαλύπτομαι (verb) Arist. Rhet.
- επικαλυπτω
- ἐπιπρόσθεσις
- ἐπιπρόσθεσις (noun) Arist. Cael.
- ἐπιπρόσθεσις (noun) Arist. Cael.
- ἐπισκιάζω
- ἐπισκιάζω (verb) Alex. An. mant. [Vis.] (periphr.) satara min al-ḍiyāʾ
- κενεμβατέω
- κρυπτός
- κρυπτός (adj.) Artem. Onirocr. mā yaḫfī wa-yasturu
- κρύπτω
- κρύπτω (verb) Arist. Rhet.
- περιθέω
- περιθέω (verb) Arist. Gener. anim. ὥσπερ ἂν εἴ τις περιθείη περί τε τὸ ἔμβρυον = ka-innahu satratun tasturu l-ǧanīna
- σκεπάζω
- σκεπάζω (verb) Arist. Gener. anim.
- σκεπαστικός
- σκεπαστικός (adj.) Arist. Gener. anim. τὸ σκεπαστικὸν μόριον = al-ʿuḍwu allaḏī yasturu
- σκέπη
- σκέπη (noun) Arist. Phys. τῆς τοῦ καρποῦ ἕνεκα σκέπης = min qibali sitri l-ṯamarati wa-waqāʾihā
- σκιάζω
- σκιάζω (verb) Ps.-Plut. Placita σκιάζομαι