Lookup cumulative lexical entry: شبع
- ἐμπίπλημι
- ἐμπίπλημι (verb) Galen Med. phil. φιλόπονον εἶναί ἐμπιπλάμενον = muʾṯiran li-l-sukri ʾaw li-l-šabʿi
- πλησμονή
- πλησμονή (noun) Hippocr. Aphor.
- πλησμονή (noun) Hippocr. Nat. hom.
- πλησμονή (noun) Hippocr. Nat. hom.
- πλησμονή (noun) Rufus Ict.