Lookup cumulative lexical entry: شكّ

  1. ἀμφίβολος
  2. ἀμφιδοξέω
  3. ἀμφισβητέω
  4. ἀμφισβητήσιμον
  5. ἀμφισβήτησις
  6. ἀναμφισβητήτως
  7. αποργμα
  8. ἀπορέω
  9. ἀπόρημα
  10. ἀπορία
  11. δῆλος
  12. διαπορέω
  13. διαπόρημα
  14. διαστάζω
  15. λύσις
  16. λύω
  17. νοσφίζομαι
  18. προαπορέω
  19. προσαπορεω
  20. ταράσσω
    • ταράσσω (gerund) Arist. Cat. οὐ δεῖ δὲ ταράττεσθαι = wa-laysa yanbaġī an yatadāḫalaka l-šakku
  21. ταράττομαι
  22. τυγχάνω
The database query could not be executed.