Lookup cumulative lexical entry: صدم
- ἀντιπίπτω
- ἀντιπίπτω (verb) Ps.-Plut. Placita ἀντιπίπτω c. dat. = ṣadama c. acc.
- ἐκκρούω
- ἐκκρούω (verb) Arist. Phys. ἂν ὑπὸ μηδενὸς ἐκκρούηται = mā lam yaṣdimhu
- ἐκκρούω (verb) Arist. Rhet.
- πλήττω
- πλήττω (verb) Arist. Phys.
- πλήττω (verb) Ps.-Plut. Placita πλήττομαι
- πλήττω (verb) Ps.-Plut. Placita πλήττομαι
- προσπίπτω
- προσπίπτω (verb) Ps.-Plut. Placita
- τύπτω
- τύπτω (verb) Ps.-Plut. Placita τύπτομαι
- ὑποτύπτω
- ὑποτύπτω (verb) Ps.-Plut. Placita ὑποτύπτομαι = ṣafqun wa-ṣadmun