Lookup cumulative lexical entry: صهيل
- χρεμετισμός
- χρεμετισμός (noun) Ps.-Plut. Placita al-ṣahīlu wa-l-nahīqu
- χρεμετιστικός
- χρεμετιστικός (adj.) Porph. Isag. τὸ χρεμετιστικόν = al-ṣahīlu
- χρεμετιστικός (adj.) Porph. Isag. τὸ χρεμετιστικόν = ḥamlu l-ṣahīli
- χρεμετιστικός (adj.) Porph. Isag.