Lookup cumulative lexical entry: طائفة
- ἐπιξεναγία
- ἐπιξεναγία (noun) Aelian. Tact.
- μεράρχης
- μεράρχης (noun) Aelian. Tact. raʾīsu l-ṭāʾifati
- μεραρχία
- μεραρχία (noun) Aelian. Tact.
- μέρος
- μέρος (noun) Aelian. Tact.
- μέρος (noun) Aelian. Tact. τοῦτο δὲ τὸ μέρος = al-ṭāʾifatu l-gamāʿatu