Lookup cumulative lexical entry: عاش
- ἀναβιόω
- ἀναβιόω (verb) Artem. Onirocr.
- ἀναβιόω (verb) Artem. Onirocr.
- ἀποθνήσκω
- ἀποθνήσκω (verb) Artem. Onirocr.
- βιόω
- βιόω (verb) Arist. Gener. anim.
- βιόω (verb) Hippocr. Superf.
- γίγνομαι
- γίγνομαι (verb) Hippocr. Superf. γόνιμον γένηται
- γίγνομαι (pass. part.) Hippocr. Superf. γονίμου γενομένου
- γίγνομαι (pass. part.) Hippocr. Superf. οὐ γόνιμον = lam yaʿiš
- γίνομαι
- γίνομαι (verb) Artem. Onirocr.
- γόνιμος
- γόνιμος (adj.) Hippocr. Superf. γόνιμον γένηται
- γόνιμος (adj.) Hippocr. Superf. γονίμου γενομένου
- διάγω
- διάγω (verb) Artem. Onirocr.
- εἰμί
- εἰμί (verb) Artem. Onirocr. yakūnu...qad ʿāša
- εἰμί (verb) Ps.-Plut. Placita
- ζῶ
- ζῶ (act. part.) Arist. Eth. Nic.
οὐ γὰρ ἂν ἀκούσειε λόγου ἀποτρέποντος οὐδ' αὖ συνείη ὁ κατὰ πάθος ζῶν Arist. Eth. Nic. X 9, 1179b28 = fa-inna llaḏī yaʿīšu bi-l-infiʿāli lā yasmaʿu qawlan yaruddu ʿan šayʾin 573.1 - ζῶ (verb) Arist. Gener. anim.
- ζῶ (act. part.) Arist. Gener. anim. τὰ ζῶντα = allaḏī yaʿīšu
- ζῶ (gerund) Hippocr. Aer. ζώειν
- ζῶ (verb) Ps.-Plut. Placita
- ζώω
- ζώω (verb) Artem. Onirocr. yaʿīšu ʿayšan
- ζώω (verb) Artem. Onirocr.
- ζώω (verb) Artem. Onirocr.
- ζώω (verb) Artem. Onirocr.
- πορίζω
- πορίζω (verb) Artem. Onirocr. πορίζομαι
- πορίζω (verb) Artem. Onirocr. πορίζομαι