Lookup cumulative lexical entry: عطف
- ἀνακάμπτω
- ἀνακάμπτω (verb) Arist. Phys.
τὸ δὲ πάλιν ἀνακάμπτειν Arist. Phys. VIII 5, 257a7 = in hāḏā yaʿūdu fa-yaʿṭifu - ἀνακάμπτω (act. part.) Arist. Phys. ἀνακάμπτον = mā ʿaṭafa rāǧiʿan
ὅτι ἀνακάμπτον ἀναγκαῖον στῆναι Arist. Phys. VIII 8, 262a13 = anna mā ʿaṭafa rāǧiʿan fa-qad yaǧibu ḍarūratan an yaqifa - ἀνάκαμψις
- ἀνάκαμψις (noun) Arist. Phys. καὶ μὴ γίγνηται ἀνάκαμψις = wa-lā yakūnu lahumā ruǧūʿun wa-lā ʿaṭfun
- ἀνακλάω
- ἀνακλάω (pass. part.) Arist. Meteor. ἀνακλώμενος
- ἀντιστρέφω
- ἀντιστρέφω (gerund) Arist. Phys. ἀντιστρέφειν
- ἀντιστρέφω (pass. part.) Arist. Phys. ἀντιστρεφόμενος