Lookup cumulative lexical entry: علّق
- ἀναλαμβάνω
- ἀναλαμβάνω (verb) Galen In De off. med.
- ἀντιπλέκω
- ἀντιπλέκω (pass. part.) Galen In De off. med. ἀντιπλεκόμενοι
- ἀρικύμων
- ἀρικύμων (adj.) Hippocr. Aer.
- κρεμάννυμι
- κρεμάννυμι (act. part.) Hippocr. Genit.; Nat. puer. κρεμάσας
- λαμβάνω
- λαμβάνω (verb) Arist. Hist. anim.
- μετεωρίζω
- μετεωρίζω (verb) Hippocr. Aer. ʿallaqat fī l-ǧawwi
- συλλαμβάνω
- συλλαμβάνω (verb) Arist. Hist. anim. ʿaliqa wa ḥamala