Lookup cumulative lexical entry: عمّ
- κοινόν
- κοινόν (noun) Arist. Cat.
- κοινός
- κοινός (adj.) Porph. Isag. κοινὸν μὲν ἔχουσι = qad yaʿummuhā
- κοινός (adj.) Porph. Isag. κοινὸν μὲν ἔχουσι = qad yaʿummu
- κοινός (adj.) Porph. Isag. κοινόν = al-šayʾu llaḏī yaʿummu
- κοινός (adj.) Porph. Isag. κοινόν = wa-yaʿummu
- κοινός (adj.) Porph. Isag. τίνα τε κοινὰ πρόσεστιν = al-ašyāʾu llatī taʿummuhā
- κοινός (adj.) Porph. Isag. κοινὸν δὲ = wa-yaʿummu
- κοινός (adj.) Proclus El. theol.
μία ἡ κοινὴ τῶν ὁμοταγῶν πάντων αἰτία Proclus El. theol. 21: 24.8-9 = ʿillatun wāḥidatun taʿummu l-ašyāʾa l-mutaǧānisata 21.6 - κοινός (adj.) Proclus El. theol. οὐ κοινὸν πάντων = lā yaʿummu l-kaṯrata
- κοινότης
- κοινότης (noun) Porph. Isag.
- κοινότης (noun) Porph. Isag. wa-mā yaʿummuhumā
- κοινότης (noun) Porph. Isag. αἱ κοινότητες = al-ašyāʾu llatī taʿummu
- κοινωνέω
- κοινωνέω (verb) Arist. Eth. Nic.
οὗ καὶ ἡμεῖς κοινωνοῦμεν Arist. Eth. Nic. X 2, 1172b35 = allaḏī yaʿummunā naḥnu ayḍan 533.3 - κοινωνέω (act. part.) Ptol. Hypoth. κεκοινωνεκώς = al-ašyāʾu llatī taʿummuhā
- ὁμοταγής
- ὁμοταγής (adj.) Proclus El. theol. ὡς ὁμοταγῆ γεννᾶσθαι = mā kāna fī ḏālika l-naẓmi mutaǧānisan yaʿummuhā ginsun wāḥidun
ἀνάγκη ... καὶ ἀπ' αὐτοῦ πάντα ὡς ὁμοταγῆ γεννᾶσθαι, μὴ ὡς τόδε τι ἕκαστον ἀλλ' ὡς τῆσδε τῆς τάξεως ὑπάρχον Proclus El. theol. 21: 24.20 = wa-kulluhā minhā yanbaʿiṯu fa-li-ḏālika ṣāra kullu mā kāna fī ḏālika l-naẓmi mutaǧānisan yaʿummuhā ginsun wāḥidun wa-yašraḥuhā šarḥun wāḥidun 21.17 - πλείων
- πλείων (adj.) Proclus El. theol. τὸ πλειόνων αἴτιον = al-ʿillatu llatī taʿummu ašyāʾa kaṯīratan
τὸ γὰρ πλειόνων αἴτιον κρεῖττον ... Proclus El. theol. 73: 70.13 = al-ʿillatu llatī taʿummu ašyāʾa kaṯīratan hiya afḍalu wa-aʿammu min … 73.17