Lookup cumulative lexical entry: عنق
- ἀναύχην
- ἀναύχην (noun) Arist. Gener. anim. bi-ġayri ʿunqin
- κεφαλή
- κεφαλή (noun) Artem. Onirocr. ʿunuquhu
- κύστις
- κύστις (noun) Hippocr. Aer. στόμαχος τῆς κύστιος
- στόμαχος
- στόμαχος (noun) Hippocr. Aer.
- στόμαχος (noun) Hippocr. Aer. στόμαχος τῆς κύστιος
- τραχηλοκοπέω
- τραχηλοκοπέω (verb) Artem. Onirocr. τραχηλοκοπέομαι = ʿunquhu...ḍuribat
- τραχηλοκοπέω (verb) Artem. Onirocr. τραχηλοκοπέομαι = ʿunqahu ḍuribat
- τράχηλος
- τράχηλος (noun) Artem. Onirocr.
- τράχηλος (noun) Artem. Onirocr. wa-l-ʿunuqu
- τράχηλος (noun) Artem. Onirocr.
- τράχηλος (noun) Galen In De off. med.
- τράχηλος (noun) Galen In De off. med.
- τράχηλος (noun) Ps.-Plut. Placita