Lookup cumulative lexical entry: غشم
- ἀδικία
- ἀδικία (noun) Ps.-Arist. Div.
- ἀδικία (noun) Ps.-Arist. Div.
- ἀδικία (noun) Ps.-Arist. Div.
- πλεονεκτικός
- πλεονεκτικός (adj.) Ps.-Arist. Virt. πλεονεκτικοὶ γίνονται = taġšimu wa tastaʿmilu
- πλεονεξία
- πλεονεξία (noun) Ps.-Arist. Virt.
- πλεονεξία (noun) Ps.-Arist. Virt.