Lookup cumulative lexical entry: غنىً
- ᾆσμα
- ᾆσμα (noun) Artem. Onirocr. al-ṣawtu llaḏī yuġannī bihi
- ᾀσματολογέω
- ᾀσματολογέω (verb) Artem. Onirocr.
- εὐπορία
- εὐπορία (noun) Artem. Onirocr.
- πλούσιος
- πλούσιος (adj.) Nicom. Arithm. τὸ πλούσιον τοῦ πλουσιωτέρου = al-ġinā mina llaḏī huwa aġnā
- πλουτέω
- πλουτέω (gerund) Arist. Eth. Nic. τὸ πλουτεῖν
- πλοῦτος
- πλοῦτος (noun) Galen Med. phil.
- πρόσκτησις
- πρόσκτησις (noun) Artem. Onirocr.
- τραγῳδέω
- τραγῳδέω (verb) Artem. Onirocr.
- χρῆμα
- χρῆμα (noun) Galen Med. phil.
- χρηματίζω
- χρηματίζω (verb) Galen Med. phil. ṭalaba l-ġinā