Lookup cumulative lexical entry: فاق
- προέχω
- προέχω (verb) Arist. Eth. Nic.
- ὑπερέχω
- ὑπερέχω (verb) Arist. Eth. Nic.
εἰ ... τῷ ὄγκῳ μικρόν ἐστι, δυνάμει καὶ τιμιότητι πολὺ μᾶλλον πάντων ὑπερέχει Arist. Eth. Nic. X 7, 1178a2 = in kāna ṣaġīran bi-l-ʿiẓami lākinnahū bi-l-quwwati wa-l-karami yafūqu l-ǧamīʿa kaṯīran 563.1 - υπερτεινψ