Lookup cumulative lexical entry: فضلة

  1. ἀπόκρισις
  2. γεννητικός
  3. ἔκκρισις
  4. περισσεύω
  5. περισσός
  6. περίσσωμα
  7. περισσωματικός
  8. περίσσωσις
  9. περίττωμα
  10. πλῆθος
  11. πρόεσις
  12. τροφή
    • τροφή (noun) Arist. Gener. anim. ὁ πόρος τοῦ τῆς ξηρᾶς τροφῆς = al-sabīlu allatī taḫruǧu minhā faḍlata l-ṭaʿāmi l-yābisi
    • τροφή (noun) Arist. Gener. anim. ὁ πόρος τοῦ τῆς ξηρᾶς τροφῆς = sabīlu muḫraǧu l-faḍlati l-yābisati min ṭaʿāmin
  13. ὑπεροχή
The database query could not be executed.