Lookup cumulative lexical entry: فوثاغورس
- Πυθαγόρας
- Πυθαγόρας (noun) Nicom. Arithm. περὶ Πυθαγόραν = ʿalā ahdi fūṯāġūras
- Πυθαγόρας (noun) Ps.-Plut. Placita
- Πυθαγόρειος
- Πυθαγόρειος (noun) Ps.-Plut. Placita ὁ Πυθαγόρειος = allaḏī min šīʿati fūṯāġūras
- πυθαγορίζω
- πυθαγορίζω (verb) Ps.-Plut. Placita qāla bi-qawli fūṯāġūras
- πυθαγορικός
- πυθαγορικός (adj.) Nicom. Arithm. κατὰ τὸ τοῖς Πυθαγορικοῖς δοκοῦν = ʿinda aṣḥābi fūṯāġūras