Lookup cumulative lexical entry: قصير
- βραχύνω
- βραχύνω (verb) Hippocr. Aphor. βραχύνει (sc. ἡ νοῦσος) = kāna l-maraḍu qaṣīran
- βραχύς
- βραχύς (adj.) Hippocr. Aphor. ὁ βίος βραχύς = al-ʿumru qaṣīrun
ὁ βίος βραχύς, ἡ δὲ τέχνη μακρή, ὁ δὲ καιρὸς ὀξύς, ἡ δὲ πεῖρα σφαλερή, ἡ δὲ κρίσις χαλεπή. Hippocr. Aphor. I 1 = al-ʿumru qaṣīrun wa-l-ṣināʿatu ṭawīlatun wa-l-waqtu ḍayyiqun wa-l-taǧribatu ḫatirun wa-l-qaḍāʾu ʿasirun 1.1 - βραχύς (adj.) Hippocr. Diaet. acut.
- ἐλάχιστος
- ἐλάχιστος (adj. sup.) Hyps. Anaph.
- ἐφήμερος
- ἐφήμερος (adj.) Arist. Eth. Nic. qaṣīru l-muddati
- ὀλίγος
- ὀλίγος (adj.) Artem. Onirocr.
- πυγμαῖος
- πυγμαῖος (noun) Arist. Gener. anim. πυγμαῖοι = al-riǧālu l-qiṣāru allaḏīna aǧsāmuhum qadra ḏirāʿin