Lookup cumulative lexical entry: قصّ
- ἀνταποδίδωμι
- διαλαμβάνω
- διαλαμβάνω (verb) Artem. Onirocr. wa-qaṣṣahā
- διηγέομαι
- διηγέομαι (verb) Hippocr. Genit.; Nat. puer. aqaṣṣu wa-ṣifu
- κείρω
- κείρω (verb) Artem. Onirocr. yaquṣṣu mina l-šaʿri
- κείρω (verb) Artem. Onirocr. yaquṣṣu šaʿrahu
- κείρω (verb) Artem. Onirocr. κείρομαι
- κείρω (verb) Artem. Onirocr. κείρομαι = fa-yaʿnī bi-qaṣṣi l-šaʿri
- κείρω (verb) Artem. Onirocr. κείρομαι = yahtammu bi-qaṣṣi l-šaʿri
- μνημονεύω
- μνημονεύω (verb) Artem. Onirocr. μνημονεύομαι = yakūna...maḥfūẓan wa-yuqaṣṣa
- σκώπτω
- σκώπτω (act. part.) Arist. Gener. anim. οἱ σκώπτοντες = allaḏīna yaquṣṣūna l-nāsa
- στῆθος
- στῆθος (noun) Galen In De off. med.
- στῆθος (gerundive) Hippocr. Diaet. acut.