Lookup cumulative lexical entry: قضاء

  1. ἀπαλλάσσω
  2. ἀποδίδωμι
  3. ἀποτέλεσμα
  4. ἀστραγαλόμαντις
  5. διαλύω
  6. δίκη
    • δίκη (noun) Arist. Eth. Nic.
      τῶν ἑκουσίων συμβολαίων δίκας μὴ εἶναι Arist. Eth. Nic. IX 1, 1164b13 = laysa qaḍāʾun fī l-muʿāmalāti l-irādiyyati 485.9
    • δίκη (noun) Artem. Onirocr. wa-l-qaḍāʾu
  7. κολαστικός
  8. κρίνω
  9. κρίσις
  10. ὀνειροκρισία
  11. πρόρρησις
The database query could not be executed.