Lookup cumulative lexical entry: قُدْرة
- δύναμαι
- δύναμαι (gerund) Ps.-Arist. Virt. τὸ δύνασθαι φέρειν = qudratu ... ʿalā iḥtimālin
- δύναμι
- δύναμι (gerund) Alex. An. mant. [Lib. arb.] ἐν τῷ δύνασθαι = fī qudratinā
- δυναστεία
- δυναστεία (noun) Arist. Eth. Nic.
παρ' αὐτὸ τὸ πολιτεύεσθαι περιποιουμένη δυναστείας καὶ τιμὰς Arist. Eth. Nic. X 7, 1177b13 = yaktasibu bi-ḥarakatihī li-l-madīnati llatī bi-ʿaynihā qudratan wa-karāmātan 561.1 - δυνατός
- δυνατός (adj.) Arist. Int.